Ασυδοσία στα σλοβενικά

Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete
Ασυδοσία στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ασυδοσία στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • αστυφύλακας στα σλοβενικά - strážník, policista, stražnik, policist, Constable, orožnik, gospod policist
  • αστός στα σλοβενικά - meščana, Državljan, Varošanin
  • ασυλία στα σλοβενικά - imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete
  • ασυμβίβαστος στα σλοβενικά - nekompatibilní, nezdružljiva, nezdružljivi, nezdružljivo, nezdružljive, združljiva
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete