Ασυδοσία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυδοσία
ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασυδοσία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αστυφύλακας στα πορτογαλικά - policial, polícia, Constable, condestável, guarda
- αστός στα πορτογαλικά - citadino, cidadão, de cidadão, um cidadão, cidadão de
- ασυλία στα πορτογαλικά - guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, ...
- ασυμβίβαστος στα πορτογαλικά - incompatível, incompatíveis, incompatibilidade, compatível
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Μεταφράσεις: imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção