Ασυδοσία στα ιταλικά

Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità
Ασυδοσία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ασυδοσία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αστυφύλακας στα ιταλικά - poliziotto, agente, conestabile, Constable, guardia
  • αστός στα ιταλικά - cittadino, townsman, Cittadino, concittadino, borghese, compaesano
  • ασυλία στα ιταλικά - ricovero, salvagente, ospizio, rifugio, asilo, immunità, dell'immunità, ...
  • ασυμβίβαστος στα ιταλικά - incompatibile, incompatibili, compatibile, incompatibilità, compatibili
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità