Διήθηση στα δανικά

Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
filtrering, filtration, filtreringen, filtreringssystem
Διήθηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διήθηση

διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας δανικά, διήθηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διέξοδος στα δανικά - udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten
  • διέπω στα δανικά - regere, styre, diepo
  • διίσταμαι στα δανικά - afviger, divergerer, afvige, divergere
  • δια στα δανικά - via, ved, af, med, ved at, efter
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: filtrering, filtration, filtreringen, filtreringssystem