Διήθηση στα νορβηγικά

Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filtrering, filtrerings, filtreringen
Διήθηση στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διήθηση

διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διήθηση στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διέξοδος στα νορβηγικά - utgang, utløp, uttak, stikkontakt, uttaket
  • διέπω στα νορβηγικά - regjere, styre, diepo
  • διίσταμαι στα νορβηγικά - divergere, divergerer, avviker, spriker, avvike
  • δια στα νορβηγικά - av, ved, med, etter, ved å
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: filtrering, filtrerings, filtreringen