Διήθηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фільтрація, фільтрування, Фільтрування, фільтрації
Διήθηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διήθηση

διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διήθηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διέξοδος στα ουκρανικά - устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, ...
  • διέπω στα ουκρανικά - обумовлювати, визначати, направляти, володіти, diepo
  • διίσταμαι στα ουκρανικά - розійтися, незгода, розходитися, розходитись, розходитимуться
  • δια στα ουκρανικά - відеомагнітофон, по, за, з, щодо, на
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: фільтрація, фільтрування, Фільтрування, фільтрації