Διήθηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διήθηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διέξοδος στα πορτογαλικά - porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de
- διέπω στα πορτογαλικά - dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo
- διίσταμαι στα πορτογαλικά - divergir, divergem, diverge, divergentes, afastar
- δια στα πορτογαλικά - por, pelo, pela, pelos, em
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem
Μεταφράσεις: filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem