Διήθηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filtravimas, filtravimo, filtracijos, filtracija, filtravimą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διήθηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διέξοδος στα λιθουανικά - vulkanas, ugnikalnis, anga, išėjimas, išleidimo, lizdas, lizdo
- διέπω στα λιθουανικά - viešpatauti, valdyti, diepo
- διίσταμαι στα λιθουανικά - skirtis, nukrypti, skiriasi, nukryps, nukrypsta
- δια στα λιθουανικά - iki, pagal, iš, kurį, kurias
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: filtravimas, filtravimo, filtracijos, filtracija, filtravimą
Μεταφράσεις: filtravimas, filtravimo, filtracijos, filtracija, filtravimą