Διήθηση στα τσεχικά
Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, διήθηση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διέξοδος στα τσεχικά - otevření, odtok, výpust, odpad, díra, východisko, výfuk, ...
- διέπω στα τσεχικά - ovládnout, určovat, vládnout, spravovat, ovládat, řídit, panovat, ...
- διίσταμαι στα τσεχικά - rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají
- δια στα τσεχικά - přes, podle, na, od, po, o
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního
Μεταφράσεις: cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního