Διήθηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szűrés, szűréssel, szűrési, filtrációs, szűrést
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διήθηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διέξοδος στα ουγγρικά - vulkántorok, vulkáncsatorna, gyújtónyílás, robbantólyuk, erély, furulyalyuk, gyújtólyuk, ...
- διέπω στα ουγγρικά - diepo
- διίσταμαι στα ουγγρικά - véleményeltérés, eltér, eltérnek, eltérőek, térnek, eltérhet
- δια στα ουγγρικά - által, a, az, szerint, általi
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szűrés, szűréssel, szűrési, filtrációs, szűrést
Μεταφράσεις: szűrés, szűréssel, szűrési, filtrációs, szűrést