Διήθηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фільтраванне, фільтрацыя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διήθηση
διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διήθηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διέξοδος στα λευκορωσικά - выхад, выйсце, вынахад
- διέπω στα λευκορωσικά - diepo
- διίσταμαι στα λευκορωσικά - разыходзіцца, расхадзіцца, расходзіцца
- δια στα λευκορωσικά - па, паводле, у, з, ў
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: фільтраванне, фільтрацыя
Μεταφράσεις: фільтраванне, фільтрацыя