Διήθηση στα εσθονικά

Μετάφραση: διήθηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
filtreerimine, filtreerimise, filtrimise, filtreerimisega, filtreerimist
Διήθηση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διήθηση

διήθηση ορισμός, διήθηση ελαιολάδου, διήθηση μυελού, διήθηση νερού, διήθηση πνευμονα, διήθηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διήθηση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διέξοδος στα εσθονικά - väljalaskeava, seinakontakt, pistikupesa, väljund, pistikupessa, seinakontakti
  • διέπω στα εσθονικά - valitsema, diepo
  • διίσταμαι στα εσθονικά - eriarvamus, lahknema, hargnema, erinevad, kõrvale, erineda
  • δια στα εσθονικά - kaudu, läbi, poolt, mida, teel, abil
Τυχαίες λέξεις
Διήθηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: filtreerimine, filtreerimise, filtrimise, filtreerimisega, filtreerimist