Ενθάρρυνση στα δανικά
Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opmuntring, tilskyndelse, fremme, tilskynde, tilskyndelse til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση
ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας δανικά, ενθάρρυνση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενεργός στα δανικά - virksom, aktiv, aktive, aktivt
- ενημέρωση στα δανικά - opdatering, ajourføring, ajourføringen, ajourføre, opdateringen
- ενθαρρύνω στα δανικά - tilskynde, fremme, opfordre, tilskynde til, opmuntre
- ενθουσιασμένος στα δανικά - ophidset, glade, begejstrede, begejstret, glade for
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opmuntring, tilskyndelse, fremme, tilskynde, tilskyndelse til
Μεταφράσεις: opmuntring, tilskyndelse, fremme, tilskynde, tilskyndelse til