Ενθάρρυνση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заахвочванне, заахвочваньне, падтрымка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση
ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενθάρρυνση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενεργός στα λευκορωσικά - актыўны, актыўная
- ενημέρωση στα λευκορωσικά - абнаўленне
- ενθαρρύνω στα λευκορωσικά - заахвочваць, падтрымліваць
- ενθουσιασμένος στα λευκορωσικά - узбуджаны, ўзбуджаны, узрушана, узрушаны
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: заахвочванне, заахвочваньне, падтрымка
Μεταφράσεις: заахвочванне, заахвочваньне, падтрымка