Ενθάρρυνση στα ουκρανικά
Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заохочення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση
ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενθάρρυνση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ενεργός στα ουκρανικά - ввімкнути, активний, енергійний, самодіяльний, активне, активна
- ενημέρωση στα ουκρανικά - указівку, вказівку, указівка, вказування, оновлення, поновлення, відновлення
- ενθαρρύνω στα ουκρανικά - заохотити, підбадьорити, заохотьте, заохочувати, заохочуватимуть, заохочуватиме, сприяти, ...
- ενθουσιασμένος στα ουκρανικά - захоплений, енергії, збуджений, порушених
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заохочення
Μεταφράσεις: заохочення