Ενθάρρυνση στα ρουμανικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încurajare, încurajarea, incurajare, de încurajare, încurajări
Ενθάρρυνση στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενθάρρυνση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα ρουμανικά - activ, activă, activa, activi
  • ενημέρωση στα ρουμανικά - actualizare, actualizarea, de actualizare, actualizării, actualizare a
  • ενθαρρύνω στα ρουμανικά - încuraja, încurajeze, incurajam, încurajarea, să încurajeze
  • ενθουσιασμένος στα ρουμανικά - excitat, incantati, entuziasmat, încântați, emoționat
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: încurajare, încurajarea, incurajare, de încurajare, încurajări