Ενθάρρυνση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvatning, hvatningu, huggun, hvatningu til, hvatning til
Ενθάρρυνση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενθάρρυνση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα ισλανδικά - starfsamur, virk, virka, virkt, virkur, virkir
  • ενημέρωση στα ισλανδικά - uppfærslu, uppfæra, uppfærsla, endurnýja, að uppfæra
  • ενθαρρύνω στα ισλανδικά - hvetja, hvetja til, stuðla, hvetjum, að hvetja
  • ενθουσιασμένος στα ισλανδικά - ákafur, spennt, spenntur, bráður, spenntir, spennandi
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hvatning, hvatningu, huggun, hvatningu til, hvatning til