Λιτότητα στα δανικά

Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sparsommelighed, thrift, trivsel, genbrugsforretning, foretagsomhed
Λιτότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιτότητα

λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας δανικά, λιτότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λιρέτα στα δανικά - lire, lira, TRY, liren
  • λιτός στα δανικά - Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
  • λιχνίζω στα δανικά - winnow
  • λιχουδιά στα δανικά - delikatesse
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sparsommelighed, thrift, trivsel, genbrugsforretning, foretagsomhed