Λιτότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genügsamkeit, Sparsamkeit, Secondhand, Second, thrift
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, λιτότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα γερμανικά - Lira, Lire
- λιτός στα γερμανικά - mäßig, enthaltsam, genügsam, einfach, gedrängt, bedürfnislos, sparsam, ...
- λιχνίζω στα γερμανικά - sieben, worfeln, sichten, winnow, ausgestreut, zu sichten
- λιχουδιά στα γερμανικά - gaumenkitzel, leckerbissen, gaumenfreude, feinheit, delikatesse, schmankerl, bissen, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: genügsamkeit, Sparsamkeit, Secondhand, Second, thrift
Μεταφράσεις: genügsamkeit, Sparsamkeit, Secondhand, Second, thrift