Λιτότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skromnost, střídmost, šetrnost, spořivost, hospodárnost, spořivosti, záložna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, λιτότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα τσεχικά - lira, liry, lir, liru, New Lira
- λιτός στα τσεχικά - hospodárný, lapidární, strohý, skromný, jadrný, zdrženlivý, střídmý, ...
- λιχνίζω στα τσεχικά - prosívat, oddělit zrno od plev
- λιχουδιά στα τσεχικά - pochoutka, lahůdka, křehkost, jemnost, něžnost, mlsnost, finesa, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: skromnost, střídmost, šetrnost, spořivost, hospodárnost, spořivosti, záložna
Μεταφράσεις: skromnost, střídmost, šetrnost, spořivost, hospodárnost, spořivosti, záložna