Λιτότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spaarzaamheid, zuinigheid, Thrift, de Zuinigheid, zuinigheidsopslag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιτότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα ολλανδικά - lira, lire, lires
- λιτός στα ολλανδικά - nuchter, stemmig, bezadigd, sober, matig, zuinig, spaarzaam, ...
- λιχνίζω στα ολλανδικά - ziften, wannen, schiften, winnow, gewand
- λιχουδιά στα ολλανδικά - snoepgoed, mondvol, versnapering, lekkernij, hap, delicatesse, fijnheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spaarzaamheid, zuinigheid, Thrift, de Zuinigheid, zuinigheidsopslag
Μεταφράσεις: spaarzaamheid, zuinigheid, Thrift, de Zuinigheid, zuinigheidsopslag