Λιτότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igénytelenség, takarékosság, gazdaságossági, gazdaságosság, a takarékosság, lelleg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λιτότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα ουγγρικά - líra, lira, lírát, lírás, lírában
- λιτός στα ουγγρικά - beosztó, takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb
- λιχνίζω στα ουγγρικά - rostál, szitál
- λιχουδιά στα ουγγρικά - morzsa, tapintat, finomság, csemege, csemegének, specialitást, különlegességet
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: igénytelenség, takarékosság, gazdaságossági, gazdaságosság, a takarékosság, lelleg
Μεταφράσεις: igénytelenség, takarékosság, gazdaságossági, gazdaságosság, a takarékosság, lelleg