Λιτότητα στα ρουμανικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cumpătare, economisirii, economie, cumpătării, de cumpătare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, λιτότητα στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα ρουμανικά - liră, Lira, lire, de lire
- λιτός στα ρουμανικά - gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit
- λιχνίζω στα ρουμανικά - vântura, vânturat, vîntura, cerceta cu grijă, tria
- λιχουδιά στα ρουμανικά - delicatețe, delicatesă, delicatesa, delicatete, gustare delicatesa
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cumpătare, economisirii, economie, cumpătării, de cumpătare
Μεταφράσεις: cumpătare, economisirii, economie, cumpătării, de cumpătare