Λιτότητα στα ουκρανικά

Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ощадливість, помірність, поміркованість, бережливість, економія, ощадність, заощадливість
Λιτότητα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιτότητα

λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιτότητα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λιρέτα στα ουκρανικά - ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри
  • λιτός στα ουκρανικά - стислий, уламок, помірний, небагатослівний, короткий, поміркований, економний, ...
  • λιχνίζω στα ουκρανικά - виграші, віяти, війне, віятиме, попливла, відгонити
  • λιχουδιά στα ουκρανικά - тонкість, делікатес, хворобливість, морж, вишуканість, деликатес
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ощадливість, помірність, поміркованість, бережливість, економія, ощадність, заощадливість