Λιτότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λιτότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιτότητα
λιτότητα συνώνυμα, λιτότητα μετάφραση, μπαρόζο λιτότητα, λιτότητα wiki, λιτότητα σχήμα λόγου, λιτότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιτότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λιρέτα στα πορτογαλικά - lira, liras, liras da, de liras
- λιτός στα πορτογαλικά - lapidar, abstémio, sóbrio, terrorista, parco, comedido, parcimonioso, ...
- λιχνίζω στα πορτογαλικά - abanar, voado, cirandar, joeirar, winnow, peneirar, joeire
- λιχουδιά στα πορτογαλικά - bocado, acepipe, guloseima, morfologia, delicadeza, delicacy, iguaria, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιτότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança
Μεταφράσεις: parcimônia, frugalidade, thrift, economia, poupança