Οδήγηση στα δανικά

Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kørsel, driving, drivende, køre, køre-
Οδήγηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδήγηση

οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας δανικά, οδήγηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οβελίσκος στα δανικά - obelisk, obelisken, obelisk til
  • ογκώδης στα δανικά - pladskrævende, voluminøse, omfangsrigt, voluminøst, storskrald
  • οδηγία στα δανικά - direktiv, direktivet, direktivets, direktivs, af direktiv
  • οδηγός στα δανικά - vejledning, lede, chauffør, fører, føre, guide, vejlede, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kørsel, driving, drivende, køre, køre-