Οδήγηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandrijving, rijden, driving, drijvende, rij
Οδήγηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδήγηση

οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οδήγηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οβελίσκος στα ολλανδικά - obelisk, obelisk van, obelisk te
  • ογκώδης στα ολλανδικά - massief, omvangrijk, lijvig, omvangrijke, volumineuze, volumineus
  • οδηγία στα ολλανδικά - richtlijn, instructie, van Richtlijn, richtlijn van, de richtlijn
  • οδηγός στα ολλανδικά - chauffeur, vademecum, brengen, bestuurder, gidsboek, dirigeren, mennen, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aandrijving, rijden, driving, drijvende, rij