Οδήγηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраванне, ваджэнне, ваджэння
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οδήγηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα λευκορωσικά - абеліск
- ογκώδης στα λευκορωσικά - грувасткі, грувасткую, масіўна, аграмадны, грувасткая
- οδηγία στα λευκορωσικά - дырэктыва
- οδηγός στα λευκορωσικά - апальшчык, кіраўніцтва, Дапаможнік, Лідэрства
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кіраванне, ваджэнне, ваджэння
Μεταφράσεις: кіраванне, ваджэнне, ваджэння