Οδήγηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condução, motriz, de condução, dirigir, a condução
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οδήγηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα πορτογαλικά - obelisco, Obelisk, obelisco de
- ογκώδης στα πορτογαλικά - massa, compacto, maciço, volumoso, volumosos, volumosa, volumosas, ...
- οδηγία στα πορτογαλικά - directivas, Directiva, a Directiva, diretiva, directiva do, de directiva
- οδηγός στα πορτογαλικά - gerir, hóspede, guia, conduzir, motorista, excitador, guiar, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: condução, motriz, de condução, dirigir, a condução
Μεταφράσεις: condução, motriz, de condução, dirigir, a condução