Οδήγηση στα τούρκικα
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürücü, sürüş, bir sürüş, itici, driving
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, οδήγηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα τούρκικα - obelisk, dikilitaş, dikili taş, dikilitaşın, dikilitaşı
- ογκώδης στα τούρκικα - hantal, hacimli, büyük, iri, kütleli
- οδηγία στα τούρκικα - yönerge, Direktifi, Direktif, Yönergesi, Direktifinin
- οδηγός στα τούρκικα - şoför, kılavuz, rehber, sürücü, rehberlik, yol, kılavuzu
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sürücü, sürüş, bir sürüş, itici, driving
Μεταφράσεις: sürücü, sürüş, bir sürüş, itici, driving