Οδήγηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
akstur, æfingasvæði, aka, nearby, akstri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οδήγηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα ισλανδικά - obelisk
- ογκώδης στα ισλανδικά - fyrirferðarmikill, fyrirferðamikil, fyrirferðarmikill til
- οδηγία στα ισλανδικά - reglugerð, tilskipun, tilskipunar, á tilskipun, tilskipunin, tilskipun um
- οδηγός στα ισλανδικά - bifreiðarstjóri, bílstjóri, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: akstur, æfingasvæði, aka, nearby, akstri
Μεταφράσεις: akstur, æfingasvæði, aka, nearby, akstri