Οδήγηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairavimas, vairuotojo, Vairavimo, Driving, važiavimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οδήγηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα λιθουανικά - obeliskas, Obelisk, Yra obeliskas, nuorodos ženklas
- ογκώδης στα λιθουανικά - griozdiškas, stambus, gremėzdiškas, didelių gabaritų, nepatogūs
- οδηγία στα λιθουανικά - direktyva, direktyvos, direktyvą, direktyvoje, l direktyvos
- οδηγός στα λιθουανικά - vadovauti, vadovas, skatinti, vairuotojas, gidas, vesti, vadovą, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vairavimas, vairuotojo, Vairavimo, Driving, važiavimo
Μεταφράσεις: vairavimas, vairuotojo, Vairavimo, Driving, važiavimo