Οδήγηση στα ισπανικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducción, manejo, de conducción, conducir, la conducción
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, οδήγηση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα ισπανικά - obelisco, Obelisk, obelisco de, el Obelisco
- ογκώδης στα ισπανικά - abultado, sólido, macizo, voluminoso, voluminosos, voluminosa, voluminosas
- οδηγία στα ισπανικά - directiva, directriz, la Directiva, Directiva sobre, directiva de
- οδηγός στα ισπανικά - dirigir, conducir, guiar, orientar, chofer, guía, conductor, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: conducción, manejo, de conducción, conducir, la conducción
Μεταφράσεις: conducción, manejo, de conducción, conducir, la conducción