Οδήγηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: οδήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведення, їзда, водіння, керування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδήγηση
οδήγηση ονειροκριτης, οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, οδήγηση ferrari, οδήγηση σε ανηφόρα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, οδήγηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οδήγηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- οβελίσκος στα ουκρανικά - обеліск, обелиск
- ογκώδης στα ουκρανικά - маса, громіздкий, громіздку, масивний, громіздким
- οδηγία στα ουκρανικά - директив, Директива, директиву, Директиви
- οδηγός στα ουκρανικά - водій, орієнтир, бізань-щогла, машиніст, кучері, посібник, довідник, ...
Τυχαίες λέξεις
Οδήγηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ведення, їзда, водіння, керування
Μεταφράσεις: ведення, їзда, водіння, керування