Πεινασμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
öökimaajav, ablas, näljane, tühi, on tühi
Πεινασμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, πεινασμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα εσθονικά - kord, teadusharu, distsipliin, distsipliini, distsipliini eest, erialal
  • πειθώ στα εσθονικά - veenmine, Veenmise, veenmist, Persuasion, Veenmine on
  • πεινώ στα εσθονικά - nälgima, nälg, nälja, nälga, näljahäda, näljaga
  • πειράζω στα εσθονικά - kiusama, kraasima, kraakleja, õrritama, kiusupunn, tease, Kammata
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: öökimaajav, ablas, näljane, tühi, on tühi