Πεινασμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachłanny, ubogi, jałowy, zachłannie, głodny, drapieżny, wilczy, głodni, głodna, głodne, głodnych
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, πεινασμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα πολωνικά - dziedzina, dyscyplinować, zdyscyplinowanie, karność, kontrolować, karać, rygor, ...
- πειθώ στα πολωνικά - perswazja, wyznanie, przekonywanie, przekonanie, namowa, Persuasion, Perswazji, ...
- πεινώ στα πολωνικά - przymierać, zagładzać, zagłodzić, głodzić, głodować, morzyć, głód, ...
- πειράζω στα πολωνικά - droczyć, dokuczać, drażnić, złośliwiec, kpiarz, docinać, dokucza, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zachłanny, ubogi, jałowy, zachłannie, głodny, drapieżny, wilczy, głodni, głodna, głodne, głodnych
Μεταφράσεις: zachłanny, ubogi, jałowy, zachłannie, głodny, drapieżny, wilczy, głodni, głodna, głodne, głodnych