Πεινασμένος στα ισπανικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
famélico, voraz, hambriento, hambre, hambrientos, con hambre, hambrienta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, πεινασμένος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα ισπανικά - disciplina, la disciplina, disciplina de, de disciplina, una disciplina
- πειθώ στα ισπανικά - convencimiento, persuasión, Persuasion, la persuasión, de persuasión, convicción
- πεινώ στα ισπανικά - hambrear, hambre, el hambre, de hambre, del hambre
- πειράζω στα ισπανικά - importunar, molestar, embromar, tome el pelo, se burlan, tomadura de pelo, embrome
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: famélico, voraz, hambriento, hambre, hambrientos, con hambre, hambrienta
Μεταφράσεις: famélico, voraz, hambriento, hambre, hambrientos, con hambre, hambrienta