Πεινασμένος στα λετονικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsalcis, izsalkuši, izsalkusi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας λετονικά, πεινασμένος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα λετονικά - disciplīna, disciplinētība, disciplīnu, disciplīnas, nozare
- πειθώ στα λετονικά - viedoklis, uzskats, domas, pārliecināšana, pārliecināšanas, pārliecība, Persuasion, ...
- πεινώ στα λετονικά - izsalkums, bads, bada, badu, izsalkumu
- πειράζω στα λετονικά - ķircināt, kārst, kaitināt, diedelēt, zobgalis
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: izsalcis, izsalkuši, izsalkusi
Μεταφράσεις: izsalcis, izsalkuši, izsalkusi