Πεινασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hongerig, honger, hongerige, honger hebt, hongerigen
Πεινασμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεινασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα ολλανδικά - discipline, tucht, straf, bestraffing, vakgebied, begrotingsdiscipline, de begrotingsdiscipline
  • πειθώ στα ολλανδικά - advies, zin, overreding, gedachte, opinie, mening, dunk, ...
  • πεινώ στα ολλανδικά - honger, hongeren, de honger, van honger, honger te
  • πειράζω στα ολλανδικά - plagen, plaaggeest, plaag, tease, plaagt
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hongerig, honger, hongerige, honger hebt, hongerigen