Διακοπή στα ισλανδικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
truflun, hlé, gera hlé, truflana, Rof
Διακοπή στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διακοπή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα ισλανδικά - útibú, grein, útibúið, greinin
  • διακοπές στα ισλανδικά - frí, helgidagur, hátíð, Holidays, frídagur, frídagar, helgidögum
  • διακοσμώ στα ισλανδικά - Spangle
  • διακρίσεις στα ισλανδικά - mismunun, jafnræði, við mismunun, um jafnræði, konar mismunun
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: truflun, hlé, gera hlé, truflana, Rof