Διακοπή στα αλβανικά
Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, ndërprerje, ndërprerja, ndërprerjen, ndërprerja e, ndërprerje të
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοπή
διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας αλβανικά, διακοπή στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- διακλάδωση στα αλβανικά - degë, dega, degës, dega e, degë e
- διακοπές στα αλβανικά - pushim, pushime, pushimet, festat, festave, festa
- διακοσμώ στα αλβανικά - zbukuroj, xhingël, stolis me xhingla
- διακρίσεις στα αλβανικά - diskriminim, diskriminimi, diskriminimit, diskriminimin, diskriminimi i
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: pushim, ndërprerje, ndërprerja, ndërprerjen, ndërprerja e, ndërprerje të
Μεταφράσεις: pushim, ndërprerje, ndërprerja, ndërprerjen, ndërprerja e, ndërprerje të