Διακοπή στα νορβηγικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stans, avbrytelse, pause, avbrudd, brudd, avbryt
Διακοπή στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διακοπή στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα νορβηγικά - gren, filial, grenen, avdelings, avslaget
  • διακοπές στα νορβηγικά - ferie, helligdag, ferien, hellig, helligdager, dager, ferier
  • διακοσμώ στα νορβηγικά - dekorere, smykke, spangle, glitring
  • διακρίσεις στα νορβηγικά - diskriminering, forskjellsbehandling, diskriminerings, diskrimineringen
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: stans, avbrytelse, pause, avbrudd, brudd, avbryt