Διακοπή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапыненне, перарыванне, спыненне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοπή
διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διακοπή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διακλάδωση στα λευκορωσικά - філіял, філія
- διακοπές στα λευκορωσικά - вакацыі, канікулы
- διακοσμώ στα λευκορωσικά - шклярусам
- διακρίσεις στα λευκορωσικά - дыскрымінацыя, дыскрымінацыі
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перапыненне, перарыванне, спыненне
Μεταφράσεις: перапыненне, перарыванне, спыненне