Διακοπή στα ουγγρικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
különválasztás, különválás, elvágás, félbeszakítás, megszakítás, megszakítása, megszakadása, megszakítását
Διακοπή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διακοπή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα ουγγρικά - ág, ága, fióktelep, ágazati, ágazat
  • διακοπές στα ουγγρικά - vakáció, ünnepek, szabadság, szünidő, nyaralás, a szabadság
  • διακοσμώ στα ουγγρικά - flitter, flitteres, flitterez, cinkvirágvirággal készül, cinkvirágvirággal
  • διακρίσεις στα ουγγρικά - megkülönböztetés, okosság, belátás, különbségtétel, judícium, hátrányos megkülönböztetés, diszkrimináció, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: különválasztás, különválás, elvágás, félbeszakítás, megszakítás, megszakítása, megszakadása, megszakítását