Διακοπή στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекин, прекинување, прекини, прекинот, прекин на
Διακοπή στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διακοπή στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα σλαβομακεδονικά - филијали, гранка, филијала, филијалата, огранок
  • διακοπές στα σλαβομακεδονικά - празници, одмор, празниците, одмори, holidays
  • διακοσμώ στα σλαβομακεδονικά - spangle
  • διακρίσεις στα σλαβομακεδονικά - дискриминација, дискриминацијата, на дискриминација, на дискриминацијата
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: прекин, прекинување, прекини, прекинот, прекин на