Διακοπή στα τούρκικα
Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesilme, kesinti, kesintisi, kesilmesi, bir kesinti, ara
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοπή
διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακοπή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διακλάδωση στα τούρκικα - şube, Branch, dal, dalı, şubesi
- διακοπές στα τούρκικα - tatil, bayram, turizmi, tatiller, Bölgesi tatil
- διακοσμώ στα τούρκικα - süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak
- διακρίσεις στα τούρκικα - ayırt etme, ayrımcılık, ayrımcılığı, ayrımcılığın, ayrım
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesilme, kesinti, kesintisi, kesilmesi, bir kesinti, ara
Μεταφράσεις: kesilme, kesinti, kesintisi, kesilmesi, bir kesinti, ara