Υπάρχω στα ισλανδικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
til, eru, hendi, fyrir hendi, vera
Υπάρχω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπάρχω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα ισλανδικά - starfsmaður, starfsmanni, starfsmanns, starfsmanna, starfsmaÃ
  • υπάρχοντα στα ισλανδικά - dót, eigur, eigum, eignum
  • υπέρβαρος στα ισλανδικά - yfirvigt, of þung, yfirþyngd, of þungur, of þungir
  • υπέροχος στα ισλανδικά - glæsilegur, stórkostlegur, yndislegt, dásamlegt, dásamlegur, dásamleg, frábæra
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: til, eru, hendi, fyrir hendi, vera