Υπάρχω στα ουγγρικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
létezik, léteznek, erről, vannak, létező
Υπάρχω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, υπάρχω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα ουγγρικά - hivatalnok, adminisztrátor, pap, kántor, munkavállaló, munkavállalói, alkalmazott, ...
  • υπάρχοντα στα ουγγρικά - holmi, holmiját, tárgyait, holmijukat, holmik
  • υπέρβαρος στα ουγγρικά - túlsúlyos, túlsúly, a túlsúly, túlsúllyal, túlsúlyosság
  • υπέροχος στα ουγγρικά - mesés, csodálatos, gyönyörű, a csodálatos, csodás, nagyszerű
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: létezik, léteznek, erről, vannak, létező