Υπάρχω στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestaan, bestaat, aanwezig, er, bestaande
Υπάρχω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπάρχω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα ολλανδικά - kantoorbediende, bediende, werknemer, medewerker, werknemers, medewerkers, gebruiker
  • υπάρχοντα στα ολλανδικά - toebehoren, eigendom, bezittingen, spullen, eigendommen
  • υπέρβαρος στα ολλανδικά - te zwaar, overgewicht, met overgewicht, overwogen, zwaar
  • υπέροχος στα ολλανδικά - prachtig, grandioos, verwonderend, luisterrijk, fantastisch, schitterend, verheven, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bestaan, bestaat, aanwezig, er, bestaande