Υπάρχω στα ιταλικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esistere, sussistere, esiste, esistono, esistenza
Υπάρχω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας ιταλικά, υπάρχω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα ιταλικά - impiegato, funzionario, dipendente, dipendenti, lavoratore, dei dipendenti
  • υπάρχοντα στα ιταλικά - possesso, effetti personali, roba, effetti, cose, oggetti
  • υπέρβαρος στα ιταλικά - sovrappeso, in sovrappeso, peso eccessivo, di peso eccessivo, sovra peso
  • υπέροχος στα ιταλικά - favoloso, magnifico, stupendo, meraviglioso, splendido, meravigliosa, splendida, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: esistere, sussistere, esiste, esistono, esistenza